τιθηνητήρ

τιθηνητήρ
τῐθην-ητήρ, ῆρος, ,
A = τιθηνός, AP7.241 (Antip. Sid.), APl.4.179 (Arch.):—fem. [suff] τῐθην-ήτειρα, = τιθήνη, AP9.19 (Id.), APl.4.296 (Antip.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τιθηνητήρ — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιθηνητήρ — ῆρος, ὁ, θηλ. τιθηνήτειρα, Α (ποιητ. τ.) τροφός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τιθηνῶ + επίθημα τήρ* / τειρα (πρβλ. τιμη τήρ, γεννή τειρα)] …   Dictionary of Greek

  • τιθηνητῆρος — τιθηνητήρ masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιθηνήτειρα — τιθηνητήρ fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιθηνήτειραν — τιθηνητήρ fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιθηνήτειρα — ἡ, Α (ποιητ. τ.) βλ. τιθηνητήρ …   Dictionary of Greek

  • τιθηνητήριος — ία, ον, Α [τιθηνητήρ] θρεπτικός («τιθηνητήριον οὖθαρ», Πολυαίν.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”