τιθηνητήρ
Look at other dictionaries:
τιθηνητήρ — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιθηνητήρ — ῆρος, ὁ, θηλ. τιθηνήτειρα, Α (ποιητ. τ.) τροφός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τιθηνῶ + επίθημα τήρ* / τειρα (πρβλ. τιμη τήρ, γεννή τειρα)] … Dictionary of Greek
τιθηνητῆρος — τιθηνητήρ masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιθηνήτειρα — τιθηνητήρ fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιθηνήτειραν — τιθηνητήρ fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιθηνήτειρα — ἡ, Α (ποιητ. τ.) βλ. τιθηνητήρ … Dictionary of Greek
τιθηνητήριος — ία, ον, Α [τιθηνητήρ] θρεπτικός («τιθηνητήριον οὖθαρ», Πολυαίν.) … Dictionary of Greek